- πορθμοῦ
- πορθμόςferrymasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μεξικού, Κόλπος — (Gulf of Mexico). Κόλπος του κεντρικού τμήματος της αμερικανικής ηπείρου στον Ατλαντικό ωκεανό (περ. 1.810.000 τ. χλμ.). Περικλείεται από τις νότιες ακτές των ΗΠΑ, τις δυτικές του Μεξικού και από τη νήσο Κούβα. Οι χερσόνησοι της Φλόριντα στις ΗΠΑ … Dictionary of Greek
Ουάσινγκτον — I (Washington). Πόλη (617000 κάτ. αλλά περισσότεροι από 3 700 000 στο πολεοδομικό συγκρότημα), πρωτεύουσα των Ηνωμένων Πολιτειών. Βρίσκεται στο Διαμέρισμα Κολούμπια, ένα μικρό ομοσπονδιακό έδαφος (174 τ. χλμ.), στη συμβολή του Ανακόστια με τον… … Dictionary of Greek
αντίπορθμος — ἀντίπορθμος, ον (Α) 1. εκείνος που βρίσκεται στα δύο μέρη του πορθμού 2. αυτός που βρίσκεται στο απέναντι μέρος του πορθμού 3. φρ. «Πελοπίας χθονὸς ἐν ἀντιπόρθμοις» στα απέναντι μέρη της Πελοποννήσου … Dictionary of Greek
Κερτς — (Kerch). Πόλη (157.000 κάτ. το 2001) της Ουκρανίας, στην αυτόνομη δημοκρατία της Κριμαίας (26.100 τ. χλμ., 2.033.700 κάτ.). Στην ακτή του κόλπου του Κ. λειτουργεί πορθμείο που ενώνει την Κριμαία με τον Καύκασο διαμέσου του ομώνυμου πορθμού, με… … Dictionary of Greek
Μαγγελάνος, Φερδινάνδος — (Σαμπρόσα, Πορτογαλία 1480 – νήσος Μάταμ, Φιλιππίνες 1521). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Πορτογάλου θαλασσοπόρου Φερνάντο ντε Μαγκαλάες (πορτογαλ. Fernao de Magalhγes, ισπαν. Fernando de Magallanes). Αφού ταξίδεψε για πολλά χρόνια στη… … Dictionary of Greek
Μπάφιν, Γουίλιαμ — (William Baffin, Λονδίνο 1584 – Ορμούζ, Περσικός Κόλπος 1622). Άγγλός εξερευνητής. Το 1615 εξερεύνησε τον Κόλπο Χάντσον και τις νότιες ακτές του νησιού Σαουθάμπτον, που βρίσκεται μπροστά στον κόλπο, προσπαθώντας να ανακαλύψει δίοδο προς ΝΔ· το… … Dictionary of Greek
Νιεβιελσκόι, Γεννάδιος Ιβάνοβιτς — (G. Ivanovich Nevelskoy, 1813 – 1876). Ρώσος ναύαρχος και εξερευνητής. Στο χρονικό διάστημα 1848 49, με το φορτηγό πλοίο Μπαϊκάλ, πέτυχε, ξεκινώντας από την Κροστάνδη, να φτάσει στο Πετροπαυλόβσκ της Καμτσάτκας. Στα 1849 55 διηύθυνε τις έρευνες… … Dictionary of Greek
Πάρι νησιά — (Parry Islands). Ομάδα νησιών στο καναδικό αρχιπέλαγος του Αρκτικού ωκεανού, μεταξύ των στενών Μπάροου, του διαύλου Βισκάουντ Μέλβιλ και των στενών Μακ Κλιουρ στα Ν και της Θάλασσας Πρινς Γκούσταβ Άντολφ, των στενών Μακλήν, των στενών Πένι, του… … Dictionary of Greek
Φράνκλιν, σερ Τζον — (Franklin, Σπάιλσμπι 1786 – Νήσος του βασιλιά Γουλιέλμου, Καναδάς 1847). Άγγλος εξερευνητής. Το 1818 πήρε μέρος στην εξερευνητική αποστολή του Ντέιβιντ Μπάχαν προς αναζήτηση πορθμού στα ΒΔ. Ανάμεσα στα έτη 1819 22 οδήγησε την αποστολή στον… … Dictionary of Greek
BABALATHUS seu BABALATUS — aut quod idem, Vabalatus, in nummis Aureliani Οὐαβάλλαθος, Zenobiae filius, mememoratur Vopisco in Vita Aureliani, c. 38. ubi vulgo Balbatus legitur: Hoc quoque ad rem pertinere arbitror, Balbati filii nomine Zenobiam, non Timolai et Herenniani,… … Hofmann J. Lexicon universale